δέρμα

δέρμα
I
(Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5-4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα, και από δύο παχύτερα στρώματα συνδετικού ιστού, το χόριο ή κυρίως δέρμα, και το υπόδερμα. Η πιο επιφανειακή στιβάδα της επιδερμίδας ονομάζεται κερατίνη στιβάδα και αποτελείται από πεπλατυσμένα, νεκρά κυτταρικά στοιχεία, απύρηνα ή με εκφυλισμένο πυρήνα και πλούσια σε κερατίνη, ουσία αδιάλυτη σε νερό· τα κυτταρικά αυτά στοιχεία είναι οξέα ή αραιά αλκάλια, που αποφολιδώνονται συνεχώς και αντικαθίστανται από άλλα, που προέρχονται από πιο βαθιές στιβάδες (βασική στιβάδα) και διαφοροποιούνται σε κεράτινα πετάλια, καθώς πλησιάζουν προς την επιφάνεια του δ. Στα βαθύτερα στρώματα βρίσκονται κύτταρα με χρωστική ουσία, τα μελανοκύτταρα, τα οποία μαζί με το αίμα που κυκλοφορεί στο χόριο, καθορίζουν το χρώμα του δ. στις διάφορες ποικιλίες του, ανάλογα με την περιοχή του σώματος και τη φυλή στην οποία ανήκει το άτομο. Το χόριο αποτελείται από συνδετικό ιστό (κολλαγόνο, ελαστικές ίνες, λίπος), πλούσιο σε αιμοφόρα αγγεία και ελεύθερες νευρικές απολήξεις, ο οποίος εισχωρεί στον επιθηλιακό ιστό της επιδερμίδας με χαρακτηριστικές προεκβολές που ονομάζονται θηλές του δ.
Στην επιφάνεια του δ. εκβάλλουν οι εκφορητικοί πόροι των σμηγματογόνων και ιδρωτοποιών αδένων· οι πρώτοι βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του σώματος εκτός από τις παλάμες και τα πέλματα, συνήθως κοντά στις τρίχες, και εκκρίνουν το σμήγμα, παχύρρευστο υγρό παρόμοιο με το κερί, που προστατεύει το δ. από την αποξηραντική δράση του αέρα. Οι ιδρωτοποιοί αδένες βρίσκονται διάσπαρτοι σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος, αλλά είναι αφθονότεροι σε ορισμένες περιοχές, όπως οι παλάμες και τα πέλματα· όπως και οι σμηγματογόνοι, βρίσκονται στο χόριο. Το έκκριμά τους είναι ο ιδρώτας, υγρό πλούσιο σε νερό (99%), με σημαντικές ποσότητες χλωριούχου νατρίου και άλατα καλίου.
Όλες οι λειτουργίες του δ. είναι συνυφασμένες με τη θέση ορίου που κατέχει μεταξύ ατόμου και περιβάλλοντος. Εκτός της μηχανικής και της χημικής προστασίας που προσφέρει, το δ. αποτελεί ισχυρό αντιμικροβιακό φραγμό και αδιάβροχο μανδύα για τα ανθρώπινα όργανα, ενώ συγχρόνως εμποδίζει τη διασπορά των χυμών του οργανισμού προς τα έξω. Στην πραγματικότητα, περίπου 1.200 κ. εκ. νερού (άδηλη αναπνοή) αποβάλλονται ενεργητικά κάθε μέρα από την επιφάνεια του δ., χωρίς την παρέμβαση εμφανούς εφίδρωσης. Εκτός αυτού, με το σμήγμα και με τον ιδρώτα το δ. αποβάλλει και τους άχρηστους μεταβολίτες, έτσι ώστε να θεωρείται απεκκριτικό όργανο, όπως για παράδειγμα ο νεφρός. Η άδηλη διαπνοή, η εφίδρωση και οι μεταβολές της αιμάτωσης του δ. συμβάλλουν, σε συνδυασμό με τις μονωτικές ιδιότητες της επιδερμίδας, στη θερμορύθμιση. Μια άλλη αμυντική λειτουργία του δ. είναι εκείνη που εκδηλώνεται προς τις φωτεινές ακτινοβολίες που φιλτράρονται και απορροφούνται από τις στιβάδες της επιδερμίδας και ιδιαίτερα από τις χρωστικές ουσίες που βρίσκονται σε αυτές, οι οποίες μπορούν να αυξηθούν σημαντικά με την ενέργεια του φωτός.
Το δ. λειτουργεί και ως όργανο επικοινωνίας με το περιβάλλον. Οι πολυάριθμες νευρικές απολήξεις που βρίσκονται στο δ. διαθέτουν ειδικά όργανα αισθητικότητας, τα οποία στέλνουν συνεχώς στα νευρικά κέντρα μηνύματα που προέρχονται από ερεθίσματα απτικά, θερμικά και πόνου πάνω στην επιφάνεια του δ., έτσι ώστε ο οργανισμός να είναι συνεχώς ενήμερος για τις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Με τον όρο εξαρτήματα του δ. εννοούνται οι τρίχες και τα νύχια. Η κατανομή και η ανάπτυξη των τριχών ποικίλλει στις διάφορες περιοχές του σώματος (τα μαλλιά αντιπροσωπεύουν έναν ιδιαίτερο τύπο) και λείπουν μόνο από τις παλάμες και τα πέλματα, την τελευταία φάλαγγα των δ., τα χείλη και από μερικές περιοχές των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Σε κάθε τρίχα διακρίνουμε το ελεύθερο μέρος που προβάλλει επάνω από το δέρμα και τη ρίζα που εισχωρεί μέσω ενός ειδικού σχηματισμού (θύλακας της τρίχας) στην επιδερμίδα και στο χόριο, καταλήγοντας στον βολβό που περιβάλλει τη θηλή της τρίχας.
Τα νύχια αντιπροσωπεύουν μία ειδική διαφοροποίηση του δ., χαρακτηριστική της τελευταίας φάλαγγας των δαχτύλων, όπου ασκούν κυρίως προστατευτικό ρόλο· αποτελούνται από ένα κεράτινο, ημιδιαφανές πέταλο, το οποίο αφήνει να διαφαίνεται το χρώμα του αίματος που κυκλοφορεί στα αγγεία του χορίου, εκτός από μία περιοχή της βάσης που είναι αδιαφανής και ονομάζεται μηνίσκος ή ανατολή του νυχιού· αντίστοιχα προς αυτή και προς το τμήμα που βυθίζεται στο δ. του δαχτύλου βρίσκεται η μήτρα του νυχιού, από την οποία αναγεννάται και αυξάνεται το νύχι.
Α) επιδερμίδα, Β) δέρμα, Γ) υπόδερμα.
1) Τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία μιας θηλής του δέρματος· 2) σωμάτια του Μάισνερ· 3) σμηγματογόνος αδένας·
4) τρίχα· 5) βολβός που περιέχει τη θηλή της τρίχας· 6) ορθωτήρας μυς της τρίχας· 7) σωμάτια του Πατσίνι· 8) ιδρωτοποιός αδένας· 9) λοβίδια λιπώδους υποδόριου ιστού· 10) επιφανειακό αγγειακό δίκτυο· 11) αγγειακό δίκτυο βάθους.
II
(Τεχν.). Κατεργασμένη δορά ζώου, η οποία έχει καταστεί άσηπτη, είναι λίγο ή καθόλου διαπερατή από το νερό και διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κατεργασία αυτή ονομάζεται βυρσοδεψία. Το δ. αυτό αποσπάται από το δεύτερο στρώμα της δοράς του ζώου, του μέσου δηλαδή δ. ή χορίου (το δ. ενός ζώου αποτελείται από τρία στρώματα: το εξωτερικό δ. ή επιδερμίδα, όπου έχει τις ρίζες του το στρώμα των τριχών, το μέσο δ. ή χόριο και το υποδέρμιο). Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, διακρίνονται διάφοροι τύποι δ. Μια στοιχειώδης διάκριση μπορεί να γίνει με βάση την αντοχή του δ.: χοντρά και άκαμπτα δ. για σόλες παπουτσιών, χοντρά και ευλύγιστα δ. για βαλίτσες, δ. για στρατιωτικές εξαρτύσεις και πανωδέρματα για μπότες, μαλακά δ. για παπούτσια, γάντια και βιβλιοδεσία. Δ. με ιδιαίτερη αντοχή στο σπάσιμο χρησιμοποιούνται για ιμάντες μετάδοσης κίνησης και για άλλες ανάλογες χρήσεις.
Διάφορες ονομασίες φέρουν και τα δ. που δέχονται ειδική κατεργασία, όπως το λουστρίνι, που βερνικώνεται με ειδικό βερνίκι από νέφτι και κοπάλιο, το αδιάβροχο που εμποτίζεται με λινέλαιο, το μαροκινό που επιτυγχάνεται με βάψιμο του δ. των προβατοειδών κλπ.
Τα πιο ανθεκτικά δ., όπως των βοοειδών, χρησιμοποιούνται συνήθως για βαλίτσες, σαμάρια, σέλες κλπ. Τα πιο ελαφρά και εύκαμπτα (δ. προβάτων, ορισμένων ερπετών) προορίζονται, αντίθετα, για εξαρτήματα ένδυσης, όπως τσάντες, ζώνες ή για τη βιοτεχνική παραγωγή διακοσμητικών αντικειμένων, όπως τα καλύμματα βιβλίων κλπ. Το δ. του ταράνδου χρησιμοποιείται συχνά για πανωφόρια και είδη διακόσμησης. Η σύγχρονη βιομηχανία, πάντως, χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο συνθετικά υλικά (φυτικές ίνες, υπολείμματα βιομηχανίας δ. κλπ.) για αντικείμενα που άλλοτε κατασκευάζονταν από δ.
Τα είδη άμεσης χρήσης, ιδιαίτερα αυτά που κατασκευάζονται από αυθεντικά υλικά, παράγονται με κατάλληλες μηχανές, ενώ τα είδη πολυτελείας, στα οποία παίζει σημαντικό ρόλο ακόμα και η επιλογή του δ., είναι χειροποίητα· πρόκειται για διατήρηση της παράδοσης μιας βιοτεχνίας που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά τον Μεσαίωνα.
Βιοτεχνία. Είναι άγνωστο πότε ο άνθρωπος ανακάλυψε την κατεργασία του δ. Από απεικονίσεις αντρών και γυναικών και από ευρήματα πρωτόγονων εργαλείων για την κατεργασία των δ., εικάζεται ότι ο παλαιολιθικός άνθρωπος φορούσε δερμάτινα ενδύματα. Το δ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην προδυναστική Αίγυπτο ως υλικό γραφής, πριν από την ανακάλυψη του παπύρου, και διαδόθηκε στους Ασσύριους, στους Βαβυλώνιους, στους Φοίνικες και στους Ινδούς. Ενώ αρχικά χρησίμευε μόνο για πρακτικούς σκοπούς, για την κατασκευή ασκών, ζωνών, ποτηριών και δοχείων, αργότερα χρησιμοποιήθηκε για διακοσμήσεις και πολυτελείς επενδύσεις αντικειμένων, με τις οποίες ασχολήθηκαν πολλές βιοτεχνίες σε όλη την αρχαιότητα.
Στους μεσαιωνικούς χρόνους η δυτική Ευρώπη διδάχθηκε τις διακοσμητικές εφαρμογές του δ. από τους μουσουλμάνους τεχνίτες της Ισπανίας, ιδιαίτερα της Κόρντομπα, οι οποίοι διέδωσαν την τέχνη τους σε όλη την Ευρώπη. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένας ειδικός κλάδος της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, η διακοσμητική του δ. Η μέθοδος διακόσμησης του δ., όπως αναφέρεται από τον Θεόφιλο (10ος αι.), εφαρμοζόταν από τον Μεσαίωνα έως την Αναγέννηση, ακόμα και έως τον 18o αι., χωρίς ουσιαστικές μεταβολές. Το πρώτο στάδιο περιλάμβανε προετοιμασία του δ. με επιχρύσωση, επαργύρωση ή κάλυψη με φύλλα χρυσού, αργύρου ή κασσίτερου, τα οποία εφαρμόζονταν με λάκα ή ασπράδι αβγού. Κατά την προετοιμασία αυτή ο καλλιτέχνης δημιουργούσε, ακριβώς όπως στα μέταλλα, εγχάρακτες, έκτυπες ή εσώγλυφες διακοσμήσεις. Στον Μεσαίωνα το επίχρυσο δ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για βιβλιοδετήσεις και για τη διακόσμηση ορισμένων τμημάτων των πανοπλιών, αργότερα για διακοσμητικούς πίνακες μεγάλων διαστάσεων, που κατασκευάζονταν από ειδικά κατεργασμένο βρασμένο δ. (cuir bouilli).Το είδος αυτό διαδόθηκε από την Ισπανία σε όλη την Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Αγγλία. Από δ. κατασκευάζονταν ακόμα και καλύμματα τραπεζιών ή κρεβατιών με ανάγλυφα σχέδια, ζωγραφισμένα με ζωηρά χρώματα από βερνίκια.
Η συνήθεια της διακόσμησης των τοίχων με εγχάρακτα, ανάγλυφα ή επεξεργασμένα με πυρογραφία δ. διατηρήθηκε για πολύ καιρό σχεδόν αναλλοίωτη. Στην Ισπανία, ειδικότερα, συνεχίστηκε έως τον 18o αι., περίοδο που αντικαταστάθηκε από τους υφαντούς τάπητες των τοίχων. Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. ανήκει ο δερμάτινος πίνακας ισπανικής προέλευσης του μουσείου Παλάτσο Βενέτσια στη Ρώμη. Τα κινεζικά μοτίβα του σχεδίου του είναι χαρακτηριστικά των εργαστηρίων της Σάντα Μπάρμπαρα της Μαδρίτης. Στη Γαλλία η χρήση του δερμάτινου διακοσμητικού πίνακα εγκαταλείφθηκε την εποχή του Κολμπέρ, με τη διάδοση του υφαντού χαλιού, ενώ στην Αγγλία συνεχίστηκε έως την επικράτηση της χάρτινης ταπετσαρίας των τοίχων.
Γενικά, οι δερμάτινες διακοσμήσεις ήταν τόσο αγαπητές στην Αγγλία, ώστε τον 18o αι. κατασκευάζονταν ακόμα και πολυτελείς άμαξες επιστρωμένες με επίχρυσο ανάγλυφο δ., οι οποίες έλαμπαν στον ήλιο σαν να ήταν κατασκευασμένες από συμπαγές χρυσάφι. Περίφημα δείγματα αυτής της τεχνικής είναι το βασιλικό αμάξι της Αγγλίας και το αμάξι του Λόρδου, δημάρχου του Λονδίνου.
Από το 18o αι., την τεχνική του εγχάρακτου και ανάγλυφου δ. διαδέχθηκε πλέον η τεχνική του ζωγραφισμένου δ.
Εκλέπτυνση των άκρων του δέρματος για να επιτευχθεί εύκολα η κόλλησή του.
Τα δέρματα αξιοποιούνται σε είδη υπόδησης και ένδυσης. Υπάρχει ωστόσο και βιοτεχνία που κατεργάζεται δέρματα για ειδικότερες χρήσεις.
Κοπή του δέρματος, μία από τις πρώτες φάσεις κατεργασίας του σε εργαστήριο δερμάτινων ειδών.
Τα δερμάτινα είδη άμεσης χρήσης, ιδιαίτερα αυτά που κατασκευάζονται από αυθεντικά υλικά, παράγονται με κατάλληλες μηχανές, ενώ τα είδη πολυτελείας, στα οποία παίζει σημαντικό ρόλο ακόμα και η επιλογή του δέρματος, είναι χειροποίητα· πρόκειται για διατήρηση της παράδοσης μιας βιοτεχνίας που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά τον Μεσαίωνα.
Αριστερά, βιβλιοδέτηση από κόκκινο μαροκινό δέρμα με ανάγλυφα χρυσά σχέδια (τέλη 16ου αι.). Δεξιά, διακοσμητικός δερμάτινος πίνακας ισπανικής προέλευσης με κινέζικα μοτίβα (β’ μισό 18oυ αι.) (Μουσείο του Παλάτσο Βενέτσια, Ρώμη).
* * *
το (AM δέρμα)
1. το προστατευτικό κάλυμμα τού σώματος τού ανθρώπου και τών ζώων
2. το δέρμα που έχει αφαιρεθεί από γδαρμένο ζώο, το τομάρι
νεοελλ.
1. κατεργασμένο δέρμα ζώου
2. (ορυκτ.) «δέρμα ορέων» — ορυκτό, παραλλαγή τού αμιάντου και τού ινώδους σερπεντίνου
αρχ.
1. το όστρακο τής χελώνας
2. δερμάτινος ασκός («δέρμα οἰνοφόρον»)
3. το κέλυφος τών καρπών, η φλούδα («ὁ τῆς ἐλαίας σκώληξ ἐὰν μὲν ὑπὸ τὸ δέρμα γένηται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω + (κατάλ.) -μα (πρβλ. αρχ. ινδ. dar-man- «καταστρεπτικός», darī-man «καταστροφή»). Η λ. δέρμα εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και ως α' συνθετικό με τη μορφή δερμ-, δερματ- και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δερμος, ενώ δύο μόνο σύνθετα έχουν β' συνθετικό -δέρμων (πρβλ. ποικιλοδέρμων, τραχυδέρμων).
ΠΑΡ. δερμάτι (AM δερμάτων), δερματικός, δερμάτινος, δερματώδης
αρχ.
δερμύλλω
μσν.
δερματίς
νεοελλ.
δερματάς, δερματένιος, δερματίτιδα, δερμάτωμα, δερμάτωση, δερμικός, δερμίτιδα, δερμόνι, δερμώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δερμηστής, δερμόπτερος
αρχ.
δερματομαλάκτης, δερματοφαγώ, δερματοφόρος, δερματοχίτων
αρχ.-μσν.
δερματουργός
νεοελλ.
δερμακέντωρ, δερμαλγιά, δερμάνυσσος, δερματέμπορος, δερματογένεση, δερματογενής, δερματογόνος, δερματογράφος, δερματοδήκτης, δερματοειδής, δερματοεπιθηλίωμα, δερματόκολλα, δερματοκονίαση, δερματοκόπτης, δερματολόγος, δερματολυσία, δερματομάλις, δερματομυκητίαση, δερματομύωμα, δερματοπάθεια, δερματοπαθολογία, δερματόπτερος, δερματοπωλείο, δερματοπώλης, δερματορραγία, δερματοσκλήρυνση, δερματοσκοπία, δερματοσκόπιο, δερματοστιξία, δερματοτομία, δερματοφυτία, δερμοαντίδραση, δερμοβλάστη, δερμογένεση, δερμογραφία, δερμοεμβόλιο, δερμοειδής, δερμοεπιδερμίτιδα, δερμονύκτης, δερμοπάθεια, δερμοσκεπής, δερμοτόμος, δερμοτροπισμός, δερμοτρόπος, δερμοφυλαξία, δερμόφυτο, δερμόχελυς. (Β' συνθετικό) λεπτόδερμος, μαλακόδερμος, οστρακόδερμος, παχύδερμος, σκληρόδερμος, τραχύδερμος
αρχ.
άδερμος, απόδερμα, αυτόδερμος, επίδερμα, κακόδερμος, κοπίδερμος, λιθόδερμος, λιπόδερμος, μονόδερμος, ξηρόδερμος, ομαλόδερμος, πολύδερμος, στερεόδερμος, τετράδερμα
νεοελλ.
αιγόδερμα, αλογόδερμα, αρκτόδερμα, αρνόδερμα, βλαστόδερμα, βουβαλόδερμα, γυμνόδερμος, ενδόδερμα, εξώδερμα, ερυθρόδερμος, καμηλόδερμα, κατσικόδερμα, μαλακόδερμα, μελανόδερμος, ξώδερμα, οστρακόδερμα, παχύδερμα, πελματόδερμα, ροδόδερμα, σολόδερμα, τραγόδερμα, φιδόδερμα, χοιρόδερμα, ψευδόδερμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δέρμα — skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — το το φυσικό κάλυμμα του σώματος ανθρώπου και ζώων, το πετσί, το τομάρι, η προβιά: Είναι φτιαγμένο από δέρμα βούβαλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὄστι ἔτ’ ἦς καὶ δέρμα. — См. Кости да кожа …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… …   Dictionary of Greek

  • δέρμ' — δέρμα , δέρμα skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμάτων — δέρμα skin neut gen pl δερματόω to be turned into hide imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δερματόω to be turned into hide imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμασι — δέρμα skin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμασιν — δέρμα skin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρματα — δέρμα skin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”